πλησιοφανής

πλησιοφανής
-ές, Μ
αυτός που γίνεται ορατός από κοντινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. μεσο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”